- Σέρρες
- Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με σημαντική ιστορία και με αξιόλογα μνημεία του παρελθόντος της, οι Σ. διατήρησαν τον πληθυσμό τους μεταξύ 1961 και 1971. Στην πόλη και στην επαρχία της είναι συγκεντρωμένο και το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας του νομού.
Οι Σ. είναι χτισμένες στα βόρεια της πεδιάδας, στο κέντρο ολόκληρου του νομού. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (102 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Άγιος Ιωάννης (637 κάτ., υψόμ. 60 μ.), Κάτω Μετόχι (υψόμ. 260 μ.), Κρίνος (υψόμ. 25 μ.) και Ξηρότοπος (υψόμ. 720 μ.).
Ιστορία. — Η ιστορία της πόλης ανάγεται στα προϊστορικά ακόμα χρόνια, κατά την εποχή των μεταναστεύσεων των Παιόνων, Τεύκρων και Δαρδάνων από τη Μ. Ασία στη βόρεια Ελλάδα. Η πόλη αναφέρεται πρώτα από τον Ηρόδοτο με την ονομασία Σίρις η Παιονική. Της δόθηκαν επίσης και άλλες ονομασίες (Σίρρα, Σάρρα, Φεραί), που είναι συνδεμένες με την εθνότητα που την κατοικούσε κατά καιρούς, τους Σιριοπαίονες. Η ονομασία Φέρ(ρ)αι ή Φερ(ρ)αί (που επικράτησε για ένα διάστημα στους μεσαιωνικούς χρονικογράφους) οφείλεται μάλλον σε αρχαϊστικές τάσεις των Βυζαντινών συγγραφέων, μεταξύ των οποίων ωστόσο αρκετοί προτιμούν τον τύπο Σέρα και Σέρραι. Από το 2o ή 3o μ.Χ. αι. οι Σ. ορίστηκαν ως έδρα επισκοπής, στην οποία υποτάχτηκαν αργότερα (όταν μάλιστα αυτή έγινε αρχιεπισκοπή και μητρόπολη) το Μελένικο και η Ζίχνα. Η πόλη ανακαινίστηκε από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το 803 και, με συστηματικούς εποικισμούς στρατιωτικού κυρίως πληθυσμού, μετατράπηκε σε προμαχώνα της αυτοκρατορίας κατά των σλαβικών επιδρομών. Για το λόγο αυτόν ο Βασίλειος B’ ο Μακεδών (Βουλγαροκτόνος) την οχύρωσε (990) και την έκανε το κέντρο των εκστρατειών του εναντίον των Βουλγάρων (μάχη στο Κλειδί, 1014). Το 1206 οι Σ. (εκτός του φρούριου) πέφτουν στα χέρια των Βουλγάρων (Ιωαννίτσης), οι οποίοι τελικά σταθεροποιήθηκαν στην πόλη και στην περιοχή της ως το 1245. Εκατό χρόνια αργότερα άρχίζει η σερβοκρατία των Σ. (1345), όπου ο Στέφανος Δουσάν στέφτηκε βασιλιάς και αυτοκράτορας «Σερβίας και Ρομανίας». Η πόλη έγινε σύντομα πρωτεύουσα σερβικού κρατιδίου με σεβαστοκράτορα τον Ιωάννη Ούγκλεσα (1365 -1371). Είναι μια από τις περισσότερο ενδιαφέρουσες περιόδους της σερραϊκής ιστορίας, όπως τη μαρτυρεί το πλήθος των σχετικών ελληνικών και σερβικών εγγράφων, χρυσόβουλων κλπ., που αναφέρονται στην πόλη, στη μονή Προδρόμου και σε άλλα ζητήματα, και τα οποία μαρτυρούν την ύπαρξη στις Σ. μιας σχετικής αυτονομίας και δυνατοτήτων αυτοδιοίκησης (σύγκλητος, κεφαλαί ή κεφαλάδες, εκκλησιαστικά δικαστήρια Έλληνες αξιωματούχοι κλπ.). Το 1371 ο Μανουήλ B’ Παλαιολόγος ανακαταλαμβάνει τις Σ., ξαναοχυρώνει το κάστρο της πόλης και προσπαθεί να την καταστήσει προμαχώνα στις επερχόμενες τουρκικές επιθέσεις. Στις 19 Σεπτεμβρίου ωστόσο του 1383 οι Σ. πέφτουν σε τουρκικά χέρια, λεηλατούνται και οι κάτοικοι τους αιχμαλωτίζονται. Σύντομα όμως ο Μουράτ A’ αποκατέστησε την παλιότερη ευνομία μέσα στην πόλη, γεγονός που επέτρεψε την ανοικοδόμηση της και την έναρξη νέας περιόδου ακμής (της εποχής αυτής είναι και το Ατίκ ή Εσκί Τζαμί των Σ., κτίσμα του Μουράτ). Στις αρχές του 16ου αι. άρχισε η εγκατάσταση Εβραίων στις Σ. Αλλά ούτε το γεγονός αυτό ούτε η εγκατάσταση παλιότερα Γιουρούκων Τούρκων στην περιοχή αλλοίωσε τη σύνθεση του ελληνικού πληθυσμού τους. Στη δεύτερη δεκαετία του 16ου αι. ο περιηγητής Μπελόν μιλά για τα ελληνικά που μιλούσαν οι κάτοικοι της πόλης και της περιοχής, όπου άκουγε κανείς πότε πότε και σερβικά, κατάλοιπο ασφαλώς της σερβοκρατίας του Δουσάν.
Κατά την εποχή της ναυμαχίας της Ναυπάκτου (1571) σημειώθηκαν στις Σ. βιαιοπραγίες των Τούρκων, γεγονός που υποδηλώνει κάποια επαναστατική αναταραχή και στην περιοχή αυτή, ιδίως στη μονή Προδρόμου. Για την περίοδο από το 1598 ως το 1642 έχουμε ενδιαφέρουσες ιστορικές ειδήσεις από το χρονικό που έγραψε ένας παπάς των Σ., ο παπά Συναδινός, ο οποίος δίνη στοιχεία όχι μόνο για την εθνική δράση των κατοίκων της πόλης, αλλά και γενικά για την επικρατούσα στην περιοχή κατάσταση και την πολιτεία των τουρκικών αρχών.
Κατά το 17o αι. ο ελληνισμός των Σ. εμφανίζεται οργανωμένος μέσα στους κόλπους της τοπικής κοινότητας και της Εκκλησίας. Την κατεύθυνση δίνει δωδεκαμελής κοινοτική επιτροπή, που συγκροτείται από «δώδεκα δικαίους και καλούς και εναρέτους και το θεό φοβούμενους», εκπρόσωπους των συντεχνιών (ρουφέτια). Οι δώδεκα αυτοί εκπρόσωποι εκλέγονται από τη «μεγίστην σύνοδον» (δηλαδή όλους τους Έλληνες κάτοικους της πόλης), η οποία συνέρχεται στη μητρόπολη για τα σπουδαία προβλήματα που απασχολούν τον πληθυσμό. Σε κάθε ενορία «διοικούν» οι «πρόκριτοι», οι «καλλιστεύοντες τον μαχαλά». Το 1614 συναντούμε και τη μαρτυρία για την ύπαρξη του «πρωτογέρου του κάστρου», δηλαδή ενός πρόκριτου για την περιτειχισμένη περιοχή της πόλης.
Στις αρχές του 18ου αι. οι Σ. αρχίζουν να παρουσιάζουν, μαζί με άλλα μακεδόνικα κέντρα, αξιοσημείωτη οικονομική δραστηριότητα. Τους βοηθά κυρίως η μεγάλη παραγωγή σιτηρών και οι δυνατότητες για την εμπορική τους εκμετάλλευση, κυρίως για τη λαθραία εξαγωγή προϊόντων σε Γάλλους προπάντων αγοραστές. Παράλληλα με την εμπορική ανάπτυξη- παρουσιάζεται και ακμή της βιοτεχνίας, η οποία οργανώνεται μέσα στα πλαίσια των συντεχνιών και των κοινοτικών θεσμίων του παρελθόντος.
Προς τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αι. οι Σ. γίνονται θέατρο συχνών αναρχικών επεισοδίων, που οφείλονται άλλοτε στην εποχική ανάπτυξη της ληστείας, άλλοτε ΐττις αυθαιρεσίες των τουρκικών αρχών σε βάρος ελληνικών αλλά και ξένων εμπορικών επιχειρήσεων και τέλος στην κρίση που δημιούργησαν οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι, ιδίως η εφήμερη ρωσική παρουσία στη Θάσο (1770 - 1774). Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την έξαρση των αλβανικών ανταρσιών και επιδρομών, που δημιούργησαν ένα καθεστώς αρβανιτοκρατίας και ληστοκρατίας στην ύπαιθρο.
Τα κύματα των Μακεδόνων προσφύγων και μεταναστών προς την κεντρική Ευρώπη ξεκίνησαν, κατά τα τέλη του 18ου αι., και από τις περιοχές των Σ. και του Μελένικου. Μέσω των εγκαταστημένων έπειτα στις ελληνικές παροικίες της Ευρώπης κατοίκων άρχισε να προβάλλει στις γενέτειρες και κάποια λάμψη πολιτιστική. Η παλιά βυζαντινή παράδοση των Σ. και ο συνδυασμός της με την ευεργετική επίδραση των εμπόρων και των άλλων απόδημων της περιοχής προκάλεσε μια εκπαιδευτική δραστηριότητα. Υπήρχαν βέβαια στις Σ. ήδη από το 17o αι. σχολεία και επιφανείς δάσκαλοι, ιδίως στα τέλη του αιώνα. Το 1735 όμως ιδρύεται στις Σ. ένα σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο, το οποίο λειτούργησε επί δεκαετίες (με μικρές διακοπές) χάρη στις δωρεές Σερραίων του εσωτερικού και του εξωτερικού. Μεταξύ των δασκάλων της σχολής αυτής αξίζει να σημειώσουμε εδώ το Μηνά Μηνωίδη από την Έδεσσα (1815 -1819), άριστο ελληνιστή, παλαιογράφο και λόγιο. Η σχολή δεν έπαψε να εργάζεται ούτε και κατά την Επανάσταση του 1821. Το 1823 -1830 δίδαξε εκεί ο αξιόλογος εκπαιδευτικός της εποχής Αργύριος Παπά Ρίζου από τη Σιάτιστα, αυτός που οργάνωσε και την πρώτη βιβλιοθήκη των Σ. Την ίδια εποχή οι Σερραίοι ανοικοδομούν, επηρεασμένοι από ευρωπαϊκά πρότυπα, ωραία αρχοντικά και επαύλεις, που θυμίζουν σήμερα την αλλοτινή τους ευμάρεια και τους στενούς πολιτιστικούς της δεσμούς με τα κέντρα της εμπορικής τους δραστηριότητας στην Αυστροουγγαρία.
Για να αντισταθεί στις επεκτατικές εκστρατείες του Αλή πασά των Ιωαννίνων, ο εχθρός του Ισμαήλ μπέης των Σ. οχύρωσε την πόλη και κυβέρνησε την περιοχή δικτατορικά. Το 1807 η εξουσία του τοπάρχη αυτού των Σ. φτάνει προς Β ως τα σημερινά ελληνικά σύνορα και τη Σόφια και τη Φιλιππούπολη, προς τα Ν ως τα βουνά που κλείνουν την πεδιάδα του Στρυμόνα, προς τα Δ ως το Ιστίπ και Α ως την Κομοτηνή. Τώρα οι Σ. είναι μεγάλο αστικό κέντρο με 25 ως 30 χιλιάδες κάτ., από τους oποίους 15 000 είναι Τούρκοι. Λίγες εβραϊκές οικογένειες έμεναν με τους Έλληνες στην παλιά συνοικία της πόλης, το βαρός (= προάστιο). Εκτός από τη μεγάλη παραγωγή σταριού, η σερραϊκή πεδιάδα παράγει τώρα και καπνό και βαμβάκι. Η πόλη γίνεται λοιπόν μεγάλη εμπορική αγορά και κέντρο συγκέντρωσης πολλών εμπόρων και επιχειρηματιών όχι μόνο από την κεντρική και ανατολική Μακεδονία, αλλά και από μακρινές επαρχίες της οθωμανικής επικράτειας.
Η δράση της Φιλικής Εταιρείας στις Σ. χρονολογείται κυρίως από την εποχή που ο μεγαλέμπορος της πόλης Εμμανουήλ Παπάς (1772 -1821) ήρθε σε ρήξη με το διάδοχο του Ισμαήλ Γιουσούφ μπέη (1814). Ο Παπάς μυήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1819, αλλά τη δράση του την άρχισε στο Άγιο Όρος. Στα σχέδιά του είχαν μυηθεί αρκετοί Σερραίοι πρόκριτοι, με επικεφαλής το μητροπολίτη Χρύσανθο, τα αδέλφια Αστέριο και Αθανάσιο Σκανδάλη και τον πατέρα του απομνημονευματογράφου και αγωνιστή Κώστα Κασομούλη. Τελικά, στην πόλη, στην περιοχή και στη μονή Προδρόμου σημειώθηκαν μερικά σοβαρά επεισόδια, με θύματα μοναχούς, απλούς λαϊκούς, προύχοντες και πρόκριτους.
Μετά την αποτυχία των επαναστατικών προσπαθειών στη Μακεδονία, επικράτησε και στην περιοχή των Σ. μεγάλη αναστάτωση: ληστές τρομοκρατούν τον πληθυσμό και αναστατώνουν την ύπαιθρο. Ιδιαίτερες καταστροφές προκάλεσαν οι επιδρομές των Αλβανών και συγκεκριμένα του Σαμπάν Γκίκα ή Γκέκα, που άρχισε τη δράση του στην ανατολική Μακεδονία μετά τη λήξη του ρωσοτουρκικού πόλεμου (1828 - 1829).
Στην περίοδο 1872 - 1904 σημειώνεται στην περιοχή η δράση των Βουλγάρων κομιτατζήδων, που προκαλεί συντονισμένες αντιδράσεις εκ μέρους των κατοίκων των Σ. Η βουλγαρική προπαγάνδα ενισχύθηκε κυρίως με την ίδρυση βουλγαρικού σχολείου και οικοτροφείου και με τη συστηματική δημιουργία βουλγαρικής σφήνας στον ελληνικό πληθυσμό· αυτό έγινε κατορθωτό με την εγκατάσταση βουλγαρικών οικογενειών στις συνοικίες Άνω και Κάτω Καμενίκια. Η αντίδραση των Ελλήνων οδήγησε στη δημιουργία ανταρτικών σωμάτων (Καπετάν Αντωνάκης, Τάσιος, Πέος, Αναστ. Χατζη-πανταζής), στην ίδρυση εκπολιτιστκών συλλόγων με εθνικούς προσανατολισμούς («Ορφεύς», 1905) και στην ένοπλη αντίσταση των κατοίκων (καπετάν Στέργιος Βλάχμπεης, καπετάν Μητρούσης Γκογκολάκης, Παπαπασχάλης). Η κατάσταση εκτραχύνθηκε με σφαγές και λεηλασίες και με αποδεκατισμό των Ελλήνων ανταρτών εκ μέρους των τουρκικών δυνάμεων. Το δράμα της πόλης, το αποκορύφωσε η εφήμερη βουλγαρική κατοχή της πόλης (24 Οκτωβρίου 1912 - 29 Ιουνίου 1913) και ιδίως η πυρπόληση της στις 28 Ιουνίου 1913, μία μέρα πριν από την αποχώρηση των βουλγαρικών στρατευμάτων. Η ίδια ημερομηνία σήμανε και την τελική ενσωμάτωση της πόλης και της περιοχής στον υπόλοιπο ελληνικό εθνικό κορμό.
Νέες περιπέτειες ωστόσο αντιμετώπισαν οι Σ. κατά τη διάρκεια του A’ Παγκόσμιου πόλεμου (1916) ως την ανακατάληψη της ανατολικής Μακεδονίας από τις ελληνικές δυνάμεις το 1918.
Αρχαιολογία, μνημεία. Από την αρχαιότερη περίοδο των Σ. σώζονται ίχνη αρχαϊκών κτιρίων στη βάση της βυζαντινής οχύρωσης, ενώ συνεχή ανθρώπινη παρουσία μαρτυρεί το κάστρο της πόλης. Κατά καιρούς επίσης έχουν βρεθεί θραύσματα αγγείων όλων των εποχών. Στη νότια πλαγιά του λόφου του κάστρου υπήρχε νεκροταφείο ρωμαϊκών χρόνων. Αγγεία, επιτύμβιες στήλες και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα είναι συγκεντρωμένα στο Μουσείο Σερρών.
Από τη βυζαντινή πόλη τα περισσότερα υπολείμματα της ζωής έχουν εξαφανιστεί· κι αυτά που μένουν όμως, τείχη και εκκλησίες, μαρτυρούν την ιδιαίτερη σημασία που είχε η πόλη κατά τη μεγάλη αυτή περίοδο της ιστορικής διαδρομής της. Και το τείχος που περιέβαλλε την πόλη, ο εξωτερικός περίβολος, και το ενδιάμεσο, εγκάρσιο, που προοριζόταν για την άμυνα του κάστρου όταν έπεφτε η πόλη, έχουν εξαφανιστεί. Μόνο στο δυτικό τμήμα της πόλης, ανάμεσα στις αυλές, βρίσκονται όρθια μερικά τμήματα του και άλλα αποκαλύπτονται κατά τις εκσκαφές. Αντίθετα διατηρείται σε πολλά τμήματα και μάλιστα σε αρκετό ύψος και με πολλούς από τους πύργους του το τείχος του κάστρου. Το σπουδαιότερο οχυρωματικό έργο στο κάστρο είναι ο πύργος του Ορέστη, ύψους αρχικά 20 μ., οικοδομημένος σε πυρήνα αρχαίου κτίσματος, ο οποίος προστάτευε το δυτικό μέρος του κάστρου και αποτελούσε το τελευταίο σημείο της άμυνας των πολιορκουμένων. Ο Ορέστης είναι ιστορικό πρόσωπο των Σ., ο «επί του στρατού» «κυρ Ορέστης», και έχτισε τον πύργο (όπως μαρτυρούν δύο επιγραφές από πλίνθους στη δυτική πλευρά του) το 1350 κατ’ εντολήν του Στέφανου Δουσάν, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν κύριος της πόλης. Τρεις άλλοι πύργοι στα βόρεια πλευρά πρέπει να χτίστηκαν λίγο αργότερα, στα χρόνια του Μανουήλ B’ Παλαιολόγου, ενώ το υπόλοιπο κάστρο είναι παλιότερο, αλλά, όπως όλα σχεδόν, έχει υποστεί κι αυτό αλλεπάλληλες επισκευές. Στο κάστρο σώζεται ο βυζαντινός ναός (πρώτη πενηνταετία 14ου αι.) του Άγιου Νικόλαου, τρίκογχος μονόκλιτος με τρούλο, με στενόμακρο νάρθηκα αριστερά και κρύπτη, όση και ο ναός, κάτω από το δάπεδό του, η οποία χρησίμευε για ταφές. Μέσα στη βυζαντινή πόλη, κάτω από το κάστρο, βρίσκεται αναστηλωμένη η παλιά μητρόπολη των Αγίων Θεοδώρων, μεγάλη τρίκλιτη βασιλική, που χτίστηκε τον 11o αι., δέχτηκε διάφορες προσθήκες κατά το 13o και 14o, ανακαινίστηκε το 1725, κάηκε το 1913 και μετά αναστηλώθηκε. Μόνο λίγες από τις τοιχογραφίες διατηρούνται στη θέση τους, ενώ από τη μεγάλη ψηφιδωτή παράσταση της Κοινωνίας των Αποστόλων, που διακοσμούσε την κόγχη του ιερού, σώζεται μόνο η μορφή του Απόστολου Ανδρέα (αρχές 12ου αι.), που βρίσκεται προσωρινά στην αρχαιολογική συλλογή της Ροτόντας, στη θεσσαλονίκη. Άλλα μνημεία των Σ., εκκλησίες, ο ιππόδρομος κ.ά., είναι γνωστά μόνο από λείψανα, που ήταν ορατά ως τις αρχές του αιώνα μας και από γραπτές πηγές. Έξω από την πόλη βρίσκεται ο Άγιος Γεώργιος ο Κρυονερίτης μετόχι του μεγάλου βυζαντινού μοναστηριού του Άγιου Ιωάννη του Πρόδρομου, στο οποίο σώζονται δύο ναοί, ο ένας δίπλα στον άλλο: ο Άγιος Δημήτριος, μονόκλιτο ναΰδριο με τρούλο του 13ου αι., και ο Άγιος Γεώργιος, τρίκογχος με τρούλο του 14ου αιώνα, χτισμένος πάνω σε παλιότερο κτίριο και επισκευασμένος στα μεταβυζαντινά χρόνια.
Αξιόλογα, κυρίως από αρχιτεκτονική άποψη, είναι και τα τουρκικά κτίσματα, που σώζονται στις Σ.: το Αχμέτ πασά τζαμί, κομψό κτίσμα του τέλους του 15ου αι., το Τζιντζιρλί τζαμί, και το μπεζεστένι, μεγάλη ορθογώνια σκεπαστή αγορά του τέλους του 15ου ή των αρχών του 16ου αι., με επιμελημένη τοιχοδομία και με έξι χαμηλούς τρούλους.
Η εκκλησία του Άγιου Νικόλαου του Κάστρου, της πρώτης πενηνταετίας του 14ου αι.
Η παλιά μητρόπολη των Αγίων Θεοδώρων του 11ου αι., αναστηλωμένη το 1913.
Το Αχμέτ πασά τζαμί, κομψό κτίσμα του τέλους του 15ου αι.
Το μνημείο του Εμμανουήλ Πάπα, έμπορου από την Δοβίστα Σερρών, εξέχοντος μέλους της Φιλικής Εταιρείας και πρωτεργάτη της επανάστασης της Χαλκιδικής και του Αγίου Όρους.
Το μπεζεστένι, σκεπαστή τουρκική αγορά με έξι χαμηλούς τρούλους, μία από τις δύο που σώζονται στην Ελλάδα.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Κρυονερίτης, μετόχι της μεγάλης μονής του Άγιου Ιωάννη, που αποτελείται από δύο μικρές εκκλησίες: τον Άγιο Δημήτριο, του 13ου, και τον Άγιο Γεώργιο, του 14ου αι.
Η μοναδική μνεία σε αρχαία επιγραφή του ονόματος της πόλης υπάρχει στη μαρμάρινη αυτή στήλη των ρωμαϊκών χρόνων.
Μαρμάρινη πολυπρόσωπη στήλη, πιθανώς από οικογενειακό τάφο, των ρωμαϊκών χρόνων (Αρχαιολογικό Μουσείο, Σέρρες).
Μαρμάρινη επιτύμβια στήλη των ρωμαϊκών χρόνων: νεκρόδειπνο (Αρχαιολογικό Μουσείο, Σέρρες).
Μαρμάρινη επιτύμβια στήλη των ρωμαϊκών χρόνων: νεκρόδειπνο (Αρχαιολογικό Μουσείο, Σέρρες).
Το κτίριο της νομαρχίας των Σερρών.
Μια γενική άποψη των Σερρών, με τις πολυάριθμες νέες οικοδομές.
Dictionary of Greek. 2013.